Εκτρέφεται στις περιοχές του ορεινού συγκροτήματος της Πίνδου από την Δυτική Μακεδονία, βόρεια, μέχρι την Στερεά Ελλάδα, νότια, καθώς επίσης και στα γειτονικά και παράλληλα προς την οροσειρά της Πίνδου ορεινά συγκροτήματα της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Είναι το μικρόσωμο «ορεινό» άλογο της Ελλάδας που εκτρέφεται σε όλες σχεδόν τις περιοχές της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Στερεάς Ελλάδας και Ηπείρου, κυρίως από κτηνοτρόφους και απαρτίζει το μεγαλύτερο τμήμα του ίππειου πληθυσμού της χώρας μας.
Μικρόσωμο άλογο, χωρίς αρμονικό συσχετισμό των διαφόρων τμημάτων του σώματος (κεφαλή κοντή, σώμα επίμηκες, τράχηλος φαρδύς, γλουτοί με μικρές μυϊκές μάζες εντόνως αποκλίνοντες προς τα κάτω, άκρα μικρά και ισχυρά κλπ). Το ύψος ακρωμίου κυμαίνεται κατά μέσο όρο από 110 έως 135 εκατοστά (110 – 135 εκ. φοράδες, 120-135 εκ. επιβήτορες, 125 – 135 εκ. ευνουχισμένα).
Ο χρωματισμός που επικρατεί (70% περίπου) είναι κυρίως ο ορφνός σε διάφορες αποχρώσεις (κοινός, καστανός, βαθύς, ορφνομελανός) και ο φαιός (30%), επίσης σε διάφορες παραλλαγές (πολύ ανοικτός, ερυθρόστικτος, βαθύς). Σπανίως συναντώνται άλλοι χρωματισμοί, όπως ξανθός και ερυθρόφαιος.
Το σώμα του, φαίνεται ελαφρά επίμηκες, επειδή η κεφαλή και τα άκρα είναι σχετικά μικρά, είναι λεπτό με ωμοπλατιαία χώρα μυϊκά ανεπτυγμένη, απολήγοντας στο ακρώμιο σε οξεία γωνία, ενώ οι γλουτοί χωρίς έντονες μυϊκές μάζες αποκλίνουν προς τα κάτω και πίσω.
Η κεφαλή, σχετικά κοντή, απολήγει απότομα στο ακρορρίνιο με μικρά χείλη και εντυπωσιακά ανεπτυγμένους και ανοικτούς ρώθωνες που διευκολύνουν την αναπνοή.
Ο τράχηλος, ευρήυς με ισχυρή οστέινη υποδομή και καλά ανεπτυγμένες μυϊκές μάζες. Η χαίτη αποκλίνει προς την μια πλευρά του τραχήλου και καλύπτει σχεδόν όλο το λαιμό.
Τα άκρα, με ισχυρό ανεπτυγμένο τον οστέινο σκελετό, είναι σχετικά μικρά, ιδιαίτερα τα πρόσθια, πλην όμως χοντρά. Τα δυνατά και συμπαγή πρόσθια άκρα καθιστούν το άλογο αυτό κατάλληλα προσαρμοσμένο για αναρρίχηση σε ορεινό και δύσβατο έδαφος. Οι οπλές είναι μικρές, ωοειδείς και σκληρές, προσαρμοσμένες και αυτές για παρόμοιο έδαφος.
Η ουρά φέρεται προς τα κάτω και φτάνει, συνήθως, μέχρι τους ταρσούς.
Γενικά, το άλογο της Πίνδου είναι ένα μικρόσωμο άλογο με ισχυρή και συμπαγή ανάπτυξη του πρόσθιου τμήματος του σώματος, που σε συνδυασμό με τα ισχυρά πρόσθια άκρα, τις σκληρές οπλές και την μικρή κεφαλή και τους ανοικτούς και προέχοντες ρώθωνες, καθίσταται κατάλληλο και προσαρμοσμένο στην ανάβαση και αναρρίχηση ανωμάλου, πετρώδους και κεκλιμένου εδάφους, τέτοιο δηλαδή που απαντάται στις ορεινές περιοχές, όπου το άλογο αυτό εκτρέφεται και εργάζεται. Η αντοχή του είναι παροιμιώδης και σε αντίστροφη σχέση με το σωματικό του βάρος.
Η ενήβωση του ορεινού αλόγου αρχίζει, σχεδόν ταυτόχρονα, και στα δύο φύλα, τη δεύτερη άνοιξη της ηλικίας των, δηλαδή σε ηλικία 2 ετών. Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει την αρχή της άνοιξης και συνεχίζεται μέχρι την αρχή του θέρους. Η έλλειψη επιβητόρων και η ανάγκη να χρησιμοποιηθεί για εργασία αναγκάζει τους ιδιοκτήτες των φοράδων πολλές φορές να αφήνουν τα ζώα τους αγονιμοποίητα. Έτσι, πολύ συχνά, υπάρχουν φοράδες σε προχωρημένη ηλικία που γέννησαν μια φορά ή δεν γέννησαν καθόλου.
Επίσης οι επιβήτορες χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγή μια περίοδο ή το πολύ δύο και στη συνέχεια οι ιδιοκτήτες τους ευνουχίζουν για να τους χρησιμοποιήσουν ευκολότερα για εργασία. Έτσι, σπάνια συναντάς επιβήτορες σε μεγάλη ηλικία, εκτός εάν ανήκουν σε ιδιοκτήτες που διατηρούν μεγάλη εκτροφή ορεινών αλόγων.