Ανήκει στα ημιπαχύουρα αναμικτόμαλλα πρόβατα. Εκτρέφεται κυρίως στα νησιά Λέσβος και Λήμνος, συνήθως ως ποιμενικό. Η φυλή αυτή πιθανόν να δημιουργήθηκε επιτόπια από διασταύρωση ή να εισήχθηκε κατά το παρελθόν από την Μικρά Ασία. Αριθμεί περίπου 300.000 πρόβατα στη Λέσβο, από τα οποία υπόκεινται σε έλεγχο γαλ/γής περίπου 25.000.
Το πρόβατο Μυτιλήνης, φημίζεται για τη γαλακτοπαραγωγική του ικανότητα ακόμα και σε πολύ δύσκολες συνθήκες περιβάλλοντος. Είναι ιδανικό για την αξιοποίηση φτωχών σε βλάστηση ημιορεινών και ορεινών βοσκών.
Όλα τα πρόβατα του νησιού της Λέσβου διατηρούνται καθόλη τη διάρκεια της ημέρας και του χρόνου σε βοσκότοπους ή ελαιώνες. Οι βοσκότοποι είναι υποβαθμισμένοι και τα πρόβατα καλύπτουν σχετικά μικρό μέρος των θρεπτικών τους αναγκών από τη βόσκηση. Σχεδόν όλο το χρόνο χορηγούνται συμπληρωματικές τροφές, κυρίως συμπυκνώματα αποτελούμενα από καλαμπόκι, βαμβακόπιτα, σαχκαρόπιττα, αλλά και χονδροειδείς ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες.
Είναι φυλή μέσης σωματικής ανάπτυξης. Το ύψος ακρωμίου των προβατίνων είναι 57-67εκ. και βάρος 40-45 χλγ. Κυριαρχεί ο λευκός χρωματισμός με μελανές και καστανές κηλίδες γύρω από τη μύτη, τα αυτιά και άκρα. Συναντώνται ενίοτε πρόβατα τελείως μελανά, καστανά ή ποικιλόχρωμα καστανά. Το επιρίνιο είναι ελαφρώς κυρτό. Τα αυτιά μικρά πέφτουν προς τα κάτω. Τα κριάρια και ένα μικρό ποσοστό των προβατίνων φέρουν κέρατα. Ο κορμός είναι στενός, μακρύς. Συχνά το οπίσθιο μέρος του σώματος είναι υπερανεπτυγμένο συγκριτικά με το πρόσθιο. Τα άκρα είναι λεπτά, υψηλά και δυνατά. Ο μαστός είναι καλά ανεπτυγμένος. Η ουρά είναι πολύ μακριά (36-38 εκ.), σχεδόν εφάπτεται στο έδαφος. Έχει σχήμα χωνιού, δηλαδή έχει ευρεία βάση (8 εκ.) που στενεύει βαθμιαία μέχρι το άκρο της. Υπάρχει όμως μεγάλο ποσοστό ατόμων με ουρά όπως εκείνη των Χιώτικων προβάτων ή σε σχήμα S η οποία φέρει στο επάνω τμήμα της δύο λιπώδη ημισφαίρια. Τα άκρα, η κοιλιά και το κεφάλι, είναι γυμνά από μαλλί.
Τα αρνιά ηλικίας 30 ημερών έχουν σωματικό βάρος 8-10 Χλγ. και παχυνόμενα σε μεγάλα βάρη δίνουν σφάγια αρκετά παχιά. Η απόδοση τους σε μαλλί είναι 0,7-2χλγ. κατά κουρά. Η ποιότητα του μαλλιού είναι χαμηλή. Η γαλακτοπαραγωγή διαφέρει σημαντικά από ποίμνιο σε ποίμνιο και επηρεάζεται από την διατροφή, την εποχή τοκετών, την ηλικιακή και γενετική σύσταση του ποιμνίου, τη διάρκεια αρμέγματος και άλλους παράγοντες. Οι μέσες αποδόσεις γάλακτος του κοπαδιού ανά γαλακτική περίοδο κυμαίνεται από 100-160 Kgr. Το 85-90% του παραγόμενου γάλακτος μετατρέπεται σε φέτα – λαδοτύρι – κασέρι – γραβιέρα. Το υπόλοιπο καταναλώνεται νωπό ή χρησιμοποιείται για παρασκευή γιαούρτης.
Οι αμνάδες της φυλής σε ποσοστό 45% οχεύονται για πρώτη φορά στην ηλικία των 9 μηνών και ο πρώτος τοκετός σε ηλικία 14 μηνών. Οι υπόλοιπες αμνάδες μπαίνουν στην αναπαραγωγή το επόμενο έτος. Οι τοκετοί των προβατίνων πραγματοποιούνται τους μήνες Νοέμβριο – Μάρτιο με αιχμή τον Δεκέμβριο – Γενάρη . Η πολυδυμία κυμαίνεται σε 1,1 – 1,2 αρνιά ανά προβατίνα. Απογαλακτίζονται στην ηλικία των 45-50 ημερών. Τα περισσότερα αρνιά σφάζονται μετά τον απογαλακτισμό, με βάρος σφαγείου 8-12Kgr ενώ ένα ποσοστό 20-25% παχύνονται για να σφαγούν σε ηλικία 4-5 μηνών και ζυγίζουν 17-20 Kgr ανά σφάγιο.
Το πρόβατο Λέσβου εκτρέφεται σε ποιμενική μορφή στη Μακεδονία, τη Θράκη, την Αττική και λοιπές περιοχές.